Ποια είναι η παλαιότερη ανάμνηση που έχετε από την παιδική σας ηλικία; Πόσες φορές έχει τύχει να σας περιγράφουν οι γονείς σας κάποιο γεγονός από τα πρώτα χρόνια της ζωής σας, που αν και βρισκόσασταν εκεί, αδυνατείτε να το θυμηθείτε; Πόσα γεγονότα από εκείνη την πρώτη περίοδο της ζωής σας αναρωτιέστε αν αποτελούν πραγματικές σας αναμνήσεις ή απλά αφηγήσεις συγγενών;
Όσο πίσω στο χρόνο και να φτάνει η μνήμη σας, είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλέσετε μνήμες από τα 3-4 πρώτα χρόνια της ζωής σας. Αυτό οφείλεται στο φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας ή Αμνησίας της Παιδικής Ηλικίας και πρόκειται ουσιαστικά για την ανικανότητα των ενηλίκων να θυμηθούν γεγονότα από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, πριν το 3ο ή 4ο έτος. Στο σημείο αυτό πρέπει να καταστεί σαφές ότι το φαινόμενο δεν αναφέρεται σε πλήρη απουσία μνημών, αλλά σε μια σχετική έλλειψη αυτών. Από σχετικές έρευνες έχει προκύψει ότι παιδιά κάτω των 3-4 ετών έχουν την ικανότητα τόσο να αποθηκεύουν όσο και να ανακαλούν πληροφορίες. Επιπλέον, από έρευνες έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι παρ’όλο που ως ενήλικες αδυνατούμε να χρησιμοποιήσουμε σε συνειδητό επίπεδο πληροφορίες από την πρώιμη παιδική ηλικία, πρόκειται για μνήμες υπαρκτές που ασκούν πάνω μας επιρροή σε ασυνείδητο επίπεδο.
Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας έχει απασχολήσει πλήθος επιστημόνων και ερευνητών, ενώ έχει πραγματοποιηθεί πλήθος ερευνών για να εντοπιστούν οι παράγοντες που την προκαλούν και να επεξηγηθεί ως φαινόμενο. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που παρατηρείται στην πλειοψηφία των ανθρώπων, αν όχι στο σύνολο τους. Η πρώτη επίσημη μελέτη αναφορικά με αυτό το φαινόμενο πραγματοποιήθηκε από την Ψυχολόγο Caroline Miles, ενώ το 1904 επισημάνθηκε από τον G. Stanley Hall στο βιβλίο του “Adolescence”. Παρόλα αυτά, το 1916 ο Sigmund Freud ήταν αυτός που διατύπωσε τον πρώτο ολοκληρωμένο ορισμό του φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι ως ενήλικες αδυνατούμε να ανακαλέσουμε μνήμες από την πρώιμη παιδική ηλικία, καθώς πρόκειται για τραυματικές μνήμες που καταστέλλονται σε ασυνείδητο επίπεδο. Αν και η φροϋδική ερμηνεία του φαινομένου θεωρείται πλέον παρωχημένη, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη επιστημονική απόπειρα για τοποθέτηση επί του θέματος.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΥΣΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΕΡΕΥΝΑΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ.
Τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί πλήθος ερευνών με σκοπό να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά και οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ύπαρξη αυτού του φαινομένου, καθώς και τις πιθανές εξηγήσεις της ύπαρξης του. Όπως προαναφέραμε, η C. Miles ήταν η πρώτη που επισήμανε την Παιδική Αμνησία ως ψυχικό φαινόμενο. Αργότερα ακολούθησαν διάφορες θεωρίες σχετικά με το φαινόμενο, πολλές εκ των οποίων υπήρξαν αντιφατικές μεταξύ τους και προκάλεσαν την κριτική του επιστημονικού χώρου. Παρά τον ένα αιώνα και πλέον που έχει περάσει από τότε που πρωτοεπισημάνθηκε η Παιδική Αμνησία ως ψυχικό φαινόμενο, η πραγματική του φύση εξακολουθεί να ερευνάται και να αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης στους επιστημονικούς κύκλους.
Παρακάτω θα αναφερθούν ορισμένες από τις επικρατέστερες επεξηγήσεις που έχουν δοθεί για το φαινόμενο, κάποιες εκ των οποίων έχουν ήδη καταρριφθεί.
Η Φρουδική Θεωρία για την Παιδική Αμνησία είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες θεωρίες. Ο S. Freud συνέδεσε την Παιδική Αμνησία με την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη και τις πρώιμες παιδικές εμπειρίες, υποστηρίζοντας ότι είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας του μυαλού να καταστείλει μνήμες από τραυματικά γεγονότα που σχετίζονται με την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του νηπίου. Πρόκειται για μία άποψη που θα μπορούσε ενδεχομένως να στηριχθεί μερικώς, ωστόσο δεν υπάρχει επαρκές ερευνητικό υλικό που να την στηρίζει. Άλλωστε η Φρουδική Θεωρία, συμπεριλαμβανομένης και της εν λόγω παραμέτρου της, έχει υποστεί αυστηρή κριτική από πλήθος επιστημόνων.
Μια ακόμα εξήγηση της Παιδικής Αμνησίας έχει βασιστεί στη βιολογική ανάπτυξη του ανθρώπινου οργανισμού. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μυαλό του νηπίου δεν είναι αρκετά ώριμο διανοητικά, ώστε να δημιουργήσει μακρόχρονη αυτοβιογραφική συνειδητή μνήμη. Πιο συγκεκριμένα, εκείνα τα μέρη του εγκεφάλου που σχετίζονται με αυτού του είδους την μνήμη, ο Ιππόκαμπος και ο Προμετωπιαίος Λωβός, δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένα πριν το 3ο ή 4ο έτος. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας θα μπορούσε να επεξηγηθεί βιολογικά.
Η ελλιπής γλωσσική ανάπτυξη των νηπίων αποτελεί μία ακόμα παράμετρο που θα μπορούσε να εξηγήσει την Παιδική Αμνησία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ένα νήπιο δε διαθέτει την κατάλληλη γλωσσική ικανότητα να κωδικοποιήσει αυτοβιογραφικές μνήμες με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να τις αποκωδικοποίησει μετέπειτα ως ενήλικας. Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει ότι από το 5ο έτος και μετά η ομιλία του παιδιού πλησιάζει την ομιλία των ενηλίκων. Έτσι, η θεωρία της γλωσσικής ανάπτυξη φαίνεται να ανταποκρίνεται επαρκώς στην εξήγηση της Παιδικής Αμνησίας. Ωστόσο ακόμα και σε αυτή την τόσο φαινομενικά επαρκή εξήγηση προκύπτει ένα ερώτημα: Πώς γίνεται η Παιδική Αμνησία να παρατηρείται και σε εκ γενετής κωφάλαλους ανθρώπους;
Μία άλλη παράμετρος που εξετάστηκε, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις αναφορικά με το φαινόμενο βασίστηκε στη σύνδεση της συναισθηματικής μνήμης, που προκύπτει από το τμήμα του εγκεφάλου του ονομάζεται Αμυγδαλή, και της συνειδητής αυτοβιογραφικής μνήμης, που προκύπτει από τον Ιππόκαμπο. Ουσιαστικά πρόκειται για δύο αυτόνομα τμήματα του εγκεφάλου όσον αφορά τη λειτουργία τους, που σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση για την εξήγηση του φαινομένου, συνδέονται όσον αφορά την κωδικοποίηση των αναμνήσεων. Έτσι, οι διαφορές στον τρόπο που βιώνεται μια συναισθηματική κατάσταση από ένα νήπιο κι έναν ενήλικα, θα μπορούσαν να αποτελούν την αιτία της Παιδικής Αμνησίας. Ωστόσο και αυτή η προσπάθεια επεξήγησης του φαινομένου δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ερευνητικά, ώστε να χαρακτηριστεί αληθής.
Σε μία άλλη προσπάθεια, επιστήμονες επιχείρησαν να αποδώσουν την ύπαρξη της Παιδικής Αμνησίας στον διαφορετικό τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο ένα νήπιο και ένας ενήλικας. Με απλά λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σκέψη ενός νηπίου και ο τρόπος αντίληψης του κόσμου από αυτό βασίζεται σε περιστασιακές μνήμες και απλούς συλλογισμούς, μέχρι και το 4ο με 5ο έτος που αρχίζει πλέον να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τρόπο που πλησιάζει περισσότερο αυτόν ενός ενήλικα. Έτσι, για μία ακόμα φορά τίθεται το ζήτημα αναφορικά με την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση των αναμνήσεων. Επιπλέον ,σύμφωνα με θεωρίες ανάπτυξης, ένα νήπιο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ξεχωριστή οντότητα από το περιβάλλον του κατά το 2ο έτος. Έτσι, θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας τουλάχιστον μέχρι αυτή την ηλικία, καθώς η έλλειψη συνείδησης του εαυτού μπορεί να συνδέεται με την έλλειψη συνειδητής μνήμης. Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει κάποια ειδική λειτουργία του εγκεφάλου που δίνει τη δυνατότητα να διατηρούνται κάποιες μνήμες ακόμα και από την πρώιμη παιδική ηλικία, καθώς όπως έχει προαναφερθεί, το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας αναφέρεται σε μερική απώλεια μνήμης και όχι σε ολική.
Δύο ακόμη παράμετροι που έχουν διερευνηθεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι το φύλο και η φυλή. Όσον αφορά το φύλο, σύμφωνα με έρευνες του 1999, του 2000 και του 2004, οι γυναίκες φαίνεται να έχουν ζωηρότερες και παλαιότερες αναμνήσεις από την πρώιμη παιδική ηλικία σε σχέση με τους άντρες. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται αφενός στο ότι τα κορίτσια φαίνεται να αναπτύσσονται γρηγορότερα σε γλωσσικό επίπεδο και αφετέρου στις διαφορές των δύο φύλων στην αλληλεπίδραση τους ως παιδιά. Όσον αφορά την φυλή, σύμφωνα με μελέτη του 2000, προέκυψε ότι οι Ευρωπαίοι φαίνεται να έχουν προγενέστερες πρώιμες μνήμες συγκριτικά με τους Ασιατικούς λαούς, χωρίς ωστόσο να πρόκειται για ερευνητικά παγιωμένη παράμετρο. Και τα δύο αυτά στοιχεία δεν αποτελούν ακόμη επαρκώς αποδεδειγμένες επιστημονικές αλήθειες.
Η πιο πρόσφατη ολοκληρωμένη επιστημονική έρευνα μακράς διαρκείας αναφορικά με το φαινόμενο της Παιδικής Αμνησίας δημοσιοποιήθηκε το 2011 από το περιοδικό Child Development. Η προκείμενη έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Carol Peterson, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Καναδά, με σκοπό να διερευνηθεί το εύρος του χρόνου που οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας εξαφανίζονται ή αποσαφηνίζονται.
Η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την C. Peterson και την ομάδα της αποτελείτο από 2 στάδια. Καταρχάς επιλέχθηκε ένα δείγμα 140 παιδιών από 3 έως 13 ετών. Έπειτα ζητήθηκε από αυτά τα παιδιά να περιγράψουν τις τρεις παλαιότερες αναμνήσεις τους με τη χρονική σειρά που συνέβησαν. Στη συνέχεια οι απαντήσεις των παιδιών επαληθεύτηκαν μέσω των γονέων τους. Μετά από 2 χρόνια, από το ίδιο δείγμα παιδιών ζητήθηκε να απαντήσει και πάλι στην ίδια ερώτηση. Τέλος, η Peterson και η ομάδα της συνέκριναν τις απαντήσεις των 140 παιδιών με αυτές που είχαν δοθεί 2 χρόνια νωρίτερα, προκειμένου να διαπιστωθεί τι πραγματικά συμβαίνει με τις πρώιμες παιδικές αναμνήσεις με την πάροδο του χρόνου και ανάλογα με την ηλικία του παιδιού.
Από την ερευνητική διαδικασία προέκυψαν διάφορα συμπεράσματα. Καταρχάς όσον αφορά τη δυνατότητα ανάκλησης αναμνήσεων από την πρώιμη παιδική ηλικία, τα μικρότερα παιδιά παρουσίασαν μεγαλύτερη ευκολία σε αντίθεση με τα μεγαλύτερα που δυσκολεύτηκαν. Ωστόσο, παρά την ευκολία τους στο να θυμηθούν τις 3 παλαιότερες αναμνήσεις τους, τα μικρότερα παιδιά δεν έδωσαν τις ίδιες απαντήσεις και στα 2 στάδια της έρευνας. Αντίθετα, τα μεγαλύτερα παιδιά ήταν συνεπέστερα όσον αφορά τις απαντήσεις τους, αυξάνοντας παράλληλα το χρονικό εύρος των απαντήσεων τους. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά από 10 ετών και πάνω έδωσαν τις ίδιες απαντήσεις και στα 2 στάδια της έρευνας, γεγονός που ωθεί στο συμπέρασμα ότι περίπου σε αυτή την ηλικία διαμορφώνεται η συνειδητή μνήμη. Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσο ένα παιδί μεγαλώνει αυξάνεται το χρονικό εύρος των αναμνήσεών του, δηλαδή η ηλικία της πρώτης του μνήμης. Ειδικότερα, από την έρευνα προέκυψε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το παιδί τόσο ευκολότερα μπορεί να θυμηθεί τα ίδια γεγονότα με την πάροδο του χρόνου, καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα ότι η Παιδική Αμνησία τροποποιείται μεταξύ της πρώιμης παιδικής ηλικίας και της ενήλικης ζωής.
Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι παρ’ όλο που τα παιδιά δεν έχουν συνειδητές μνήμες των πρώτων χρόνων της ζωής τους, οι πράξεις και τα γεγονότα που βιώνουν, καθορίζουν σημαντικά το υπόλοιπο της ζωής τους. Μπορεί ένα συμβάν να μην αποτελεί συνειδητή μνήμη, αλλά αυτό που δεν συμβαίνει είναι ότι το συμβάν δεν έχει θετική ή αρνητική επιρροή πάνω στο άτομο. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό οι γονείς να συμβάλουν δίνοντας αίσθηση προστασίας, ασφάλειας, στοργής και αγάπης στο παιδί κατά την ανάπτυξη του άσχετα με το αν δεν υπάρχει συνειδητή ανάμνηση για αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης, τον κύριο λόγο διαδραματίζει η οικογένεια, που αποτελεί πρότυπο για ένα παιδί. Ακόμη κι αν τα παιδιά δεν έχουν συνειδητές αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, οι πληροφορίες καταγράφονται σε ασυνείδητο επίπεδο κι έτσι αργότερα το άτομο είναι έτοιμο να επεξεργαστεί και να αποθηκεύσει γεγονότα της ζωής του.
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:
Bauer, P. (2004). Oh Where, Oh Where Have Those Early Memories Gone? Psychological Science, Agenda 18.
Freud, S. (1916/1966). The archaic features and infantilism of dreams. Introductory lectures on psyhoanalysis. Ed. J. Strachey. New York: Norton.
Hall, G., St. (1904). AdolescenceQ Its Psychology and Its Relations to Physiology, Anthropology, Sociology, Sex, Crime, Religion, and Education. 2 vols. New York, Appleton.
Peterson, C., Warren L., Κ., Short, M., M. (2011). Infantile Amnesia Across the Years: A 2-Year Follow-up of Children’s Earliest Memories. Child Development, 2011.
Μπαμπαλέκου, Ζ. (2003). Η ανάπτυξη της μνήμης, Τυπωθήτω.
Πηγή: www.psychografimata.com/