Όπως είναι γνωστό το κλάμα αποτελεί μία από τις πρώτες αντιδράσεις του βρέφους, ερχόμενου στη ζωή. Αν και το θέμα θα μπορούσε να προσεγγιστεί διεπιστημονικά, αυτό το άρθρο θα εστιάσει στην ψυχολογική προσέγγιση του θέματος.
Πολλοί επιστήμονες της ψυχαναλυτικής προσέγγισης υποστηρίζουν ότι το πρώτο κλάμα του βρέφους είναι αποτέλεσμα του ψυχικού τραύματος που του επιφέρει η γέννηση. Ενώ για εννέα μήνες το βρέφος ένιωθε ασφάλεια ενόσω βρισκόταν σε νιρβανική κατάσταση (απόλυτη ηρεμία) στο αμνιακό υγρό, με τη γέννησή του βλέπει αρκετούς άγνωστους, για το ίδιο, και διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους με τους οποίους «βλέπει» ότι «συνυπάρχει». Το βρέφος ασυνείδητα λαμβάνει τις συμπεριφορές της έντασης, της τοξικότητας, της κατανόησης, της πρόθεσης για φροντίδα κλπ, που εκδηλώνονται από τα άτομα που βρίσκονται γύρω του, και ασυνείδητα «συγκρίνει» τη νιρβανική κατάσταση με τον νέο κόσμο στον οποίο ήρθε. Όπως φαίνεται, το κλάμα στον άνθρωπο αποτελεί μια από τις πρώτες αντιδράσεις του, και είναι αρκετές οι φορές ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως ηλικίας, έχει την ανάγκη να κλάψει. Ο άνθρωπος βρίσκει καταφύγιο στο κλάμα, αφού μέσω του αποβάλλει τα αρνητικά συναισθήματα που του προκαλεί μια δυσάρεστη κατάσταση (π.χ. στην περίπτωση του πένθους).
Εστιάζοντας στα βρέφη, πολλοί άνθρωποι έχουν προσέξει ότι το κλάμα είναι αρκετά συχνό. Πώς να αντιδρούν τα άτομα του περιβάλλοντος του βρέφους στο κλάμα; Σε αυτή την ερώτηση υπάρχει διαφωνία μεταξύ δύο προσεγγίσεων. Σύμφωνα με τη μία προσέγγιση τα άτομα του περιβάλλοντος του βρέφους χρειάζεται να ανταποκρίνονται στο κλάμα του, ενώ σύμφωνα με την άλλη προσέγγιση όχι.
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση η ανταπόκριση στο κλάμα του βρέφους είναι σημαντική και το βοηθά να καταλάβει ότι δεν είναι μόνο, και οι δικοί του άνθρωποι κατανοούν την ανάγκη του που προσπαθεί να εξωτερικεύσει μέσω του κλάματος.Εφόσον το βρέφος «βλέπει» ότι οι ανάγκες του που εξωτερικεύει μέσω του κλάματος ικανοποιούνται, συνειδητοποιεί ότι έχει κοντά του ανθρώπους που μπορούν να ικανοποιήσουν όχι μόνο τις ανάγκες που έχει για φαγητό, αγκαλιά κλπ, αλλά και άλλες (πιο «απαιτητικές» κάποιες φορές) ανάγκες. Η συνειδητοποίηση της ικανοποίησης των πιο απαιτητικών αναγκών ανάγεται στην ικανοποίηση των αναγκών του ατόμου που ικανοποιούνταν στη βρεφική του ηλικία. Δηλαδή, όταν το παιδί βλέπει ότι οι γονείς «είναι εκεί για αυτό» όταν πεινούσε και του έδωσαν γάλα, άρα «θα είναι εκεί για αυτό» και όταν χρειάζεται να έχει κοντά του κάποιους ανθρώπους (η έμφυτη ανάγκη στον άνθρωπο να βρίσκεται με άλλους ανθρώπους). Η ιδέα του «είναι εκεί για αυτό» ριζώνεται στη βρεφική ηλικία παραμένει για πάντα. Υπάρχει και η περίπτωση μια σχέση να τερματιστεί για κάποιο λόγο, όπου τότε στα άτομα που δεν έχουν υγιή μεταξύ τους σχέση δεν μπορεί να εκτιμηθεί κατά πόσο θα «είναι εκεί» ο ένας για τον άλλο.
Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση το κλάμα αποτελεί μια συμπεριφορά του βρέφους στην οποία αν το βρέφος δεν λάβει οποιαδήποτε αντίδραση αναμένεται ότι θα μειωθεί ή/και θα σταματήσει. Για αυτό το λόγο, κάποιοι άνθρωποι προτιμούν να μην αντιδρούν σε αυτή τη συμπεριφορά του βρέφους με σκοπό να μειωθεί.
Πότε πρέπει να υπάρχει ανταπόκριση στο κλάμα του παιδιού (ανεξαρτήτως ηλικίας); Στις περιπτώσεις όπου τα άτομα του περιβάλλοντος «βλέπουν» ότι το κλάμα οφείλεται σε κάποια ανάγκη του παιδιού (φαγητό, καθαριότητα, χάδι κλπ) χρειάζεται να ανταποκρίνονται. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις στις οποίες το παιδί κλαίει επίμονα για να κάνει σκανδαλιά (π.χ. να πάρει το βάζο για να το σπάσει). Σε τέτοιες περιπτώσεις συχνά συστήνεται η σωστή οριοθέτηση των συγκεκριμένων συμπεριφορών.
Το παιδί όταν βλέπει την αντίδραση των δικών ανθρώπων μετά από κάθε συμπεριφορά μπορεί να καταλάβει αν η συμπεριφορά του ήταν σωστή ή όχι, δηλαδή με την επικρότηση και την ενθάρρυνση της σωστής συμπεριφοράς και τον περιορισμό της «λανθασμένης» συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο καλλιεργείται στο παιδί το πρότυπο της σωστής και της «λανθασμένης» συμπεριφοράς. Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στο να ξεχωρίσει το παιδί τη σωστή από τη «λανθασμένη» συμπεριφορά είναι η «αυθεντία» που προβάλλεται στο παιδί από τα άτομα του περιβάλλοντός του σε αυτά τα θέματα. («Μπράβο» ή «Αυτό είναι αταξία»). Αφού το παιδί ξεχωρίζει τη σωστή από τη «λανθασμένη» συμπεριφορά, τού δίνεται η δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ότι βρίσκεται σε υγιές περιβάλλον, δηλ. σε περιβάλλον που ικανοποιεί τις ανάγκες του (έχει ό,τι χρειάζεται πραγματικά), και που ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος, με το να επικροτεί ή να ενθαρρύνει τις σωστές συμπεριφορές και να μην του επιτρέπει τις μη ενθαρρυμένες συμπεριφορές. Με βάση αυτά και μέσω της ικανότητας κρίσης του παιδιού, σε συνδυασμό, όταν χρειάζεται, με τη υγιή συζήτηση μεταξύ των γονέων και του παιδιού, το παιδί έχει τη δυνατότητα να καταλάβει για ποιο λόγο επικροτούνται κάποιες συμπεριφορές και περιορίζονται άλλες, γεγονός που συμβάλλει στην ανάπτυξη της κριτικής του ικανότητας και στη διαπαιδαγώγησή του.
Επομένως, οι γονείς χρειάζεται να είναι προσεκτικοί στα μηνύματα που δίνει το παιδί τους έτσι ώστε να κρίνουν πώς θα χειριστούν την κάθε περίπτωση. Η δέουσα ανταπόκριση στο κλάμα του βρέφους φάνηκε ότι συμβάλλει σημαντικά στην προσωπική ανάπτυξη του παιδιού.
Στυλιανός Κωνσταντίνου
Εγγεγραμμένος Κλινικός Ψυχολόγος
[email protected]
Facebook – Instagram: stylianos.constant
Τηλ.: 99 860686