Είναι λογικό να νομίζουμε ότι ο έπαινος ενθαρρύνει τα παιδιά. Όμως, θα πρέπει να τον χρησιμοποιούμε με φειδώ.
Αν ένα παιδί μάθει να βλέπει τον έπαινο σαν ανταμοιβή, τότε η έλλειψή του γίνεται προβληματική.
- Αν δεν επαινείται για οτιδήποτε κάνει, τότε το παιδί νιώθει ότι έχει αποτύχει.
- Αν δεν επαινείται, αποκτά την λανθασμένη εντύπωση ότι δεν έχει αξία.
Ένα τέτοιο παιδί κάνει πράγματα με την ευχή να το επαινέσουμε και όχι για την προσωπική του ικανοποίηση ή συμμετοχή.
Η καθηγήτρια του Stanford Carol Dweck, PhD, (1) επιβεβαίωσε μετά από χρόνια το δίδαγμα του Alfred Adler (2) ότι ο συνεχής έπαινος δεν κάνει καλό στα παιδιά.
Η Dweck διαπίστωσε ότι ο έπαινος μπορεί να κάνει τα παιδιά απρόθυμα να αναλάβουν ρίσκα.
Τα παιδιά που επαινούνταν λέγοντάς τους ότι ήταν έξυπνα μετά την ολοκλήρωση μιας εργασίας, επέλεγαν ευκολότερες εργασίες στο μέλλον. Δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν να κάνουν λάθος.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά που “ενθαρρύνθηκαν” για τις προσπάθειές τους ήταν πρόθυμα να επιλέξουν πιο δύσκολα καθήκοντα όταν τους δόθηκε η επιλογή.
Γι’αυτό δεν πρέπει να επαινούμε το ίδιο το παιδί, αλλά να χαρακτηρίζουμε θετικά την πράξη του και μόνο.
Για παράδειγμα: αντί για ‘Τί καλή που είσαι στα μαθηματικά! Μπράβο!‘ αν θέλουμε να ενθαρρύνουμε το παιδί, μπορούμε να πούμε ‘Συγχαρητήρια, δούλεψες σκληρά και αξίζεις τον βαθμό που πήρες.‘ Η διαφορά είναι ανεπαίσθητη, αλλά κάνει όλη τη διαφορά στο πώς αντιλαμβάνεται το παιδί αυτό που του λέμε. Στην πρώτη περίπτωση, επαινούμε το παιδί, στη δεύτερη, επιβραβεύουμε την προσπάθεια του παιδιού.
Απλά λόγια όπως ‘Χαίρομαι που μπορείς να το κάνεις!’ ‘Τι ωραία,’ ‘Εκτιμώ αυτό που έχεις κάνει,’ ‘Είδες; Μπορείς να το κάνεις!‘ είναι λόγια ενθάρρυνσης.
Κουράγιο έχει αυτός που μπορεί να κάνει λάθος και να αποτύχει χωρίς να νιώθει άσχημα για τον εαυτό του. Αυτό το κουράγιο να είμαστε ατελείς, είναι το ίδιο σημαντικό στα παιδιά όσο και στους ενήλικες. Χωρίς αυτό, η αποθάρρυνση είναι αναπόφευκτη.